- πλεκτανόστολος
- πλεκτᾰνόστολος, ον,A with cordage rigged, αἴθυιαι (metaph. of ships), Lyc.230.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεκτανόστολος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για πλοία) ο εξοπλισμένος με σχοινιά, παλαμάρια και καλώδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεκτάνη + στολος (< στόλος < στέλλω)] … Dictionary of Greek
πλεκτανοστόλοις — πλεκτανόστολος with cordage rigged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)